- φασκαίνω
- φασκαίνω, βασκαίνω, EM190.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φασκαίνω — Α βασκαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. βασκαίνω (για την ετυμολ. τού τ. και για πιθανές συνδέσεις που δικαιολογούν το αρκτικό φ βλ. λ. βάσκανος)] … Dictionary of Greek